παραμαρμαίρω

παραμαρμαίρω
Α
λάμπω, ακτινοβολώ πλάι σε κάτι άλλο («πρὸς ἄλληλα παραμαρμαίροντα πρὸς ἀνταύγειαν ἡλιου», Ονήσανδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + μαρμαίρω «λάμπω, αστράπτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”